-
1 περιστροφή
[пэристрофи] ουσ.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > περιστροφή
-
2 вращение
η περιστροφή, το γύρισμαлевое - см. - против часовой стрелки обратное - αντίθετη -правое - см. - по часовой стрелке - против часовой стрелки η στροφή κατά φοράν αντίθετη των δεικτών του (ω)ρολογιούсуточное - (астр) η ημερήσια κίνηση/περιστροφή (της Γης περί/γύρω από τον άξονα της)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вращение
-
3 вращение
-
4 бочка
1. (большой цилиндрический сосуд для жидкостей) το βαρέλι 2. ав. (фигура пилотажа) η περιστροφή 3. мор. το ναύ-δετοшвартовная - ο πλωτήρας πρόσδεσης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бочка
-
5 верчение
мор. η περιστροφή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > верчение
-
6 виток
1. (ленточный сердечник) το τύλιγμα 2. (обмотки электроаппарата) η σπείρα, το τύλιγμα 3. (пружины) η σπείρα 4. (стружки) το κυμάτιο, η γρέζα 5. (вокруг земного шара) η περιστροφή (γύρω από τη Γή) б.(резьбы) η στροφή σπειρώματος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > виток
-
7 круговорот
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > круговорот
-
8 момент
1. (физ., мех.) η ροπή- затяжки (напр. винта гайки) - σύσφιξηςкинетический - см. - импульса - количества движения см. - импульса - коррекции (в гироскопических приборах) - της τροποποίησης- крена (ав.мор.) - της κλίσηςкренящий - см. - крена критический - κρίσιμη -крутящий - см. - кручения - кручения - της στρέψης, στρέφουσα -- площади статический - του εμβαδού, στατικήтормозной - του φρένου/της πέδηςугловой - см. - импульса ускоряющий - της επιτάχυνσης2. (миг, мгновение) ηστιγμή 3. (отдельная сторона какого-л. явления) τοστοιχείο, η πλευρά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > момент
-
9 оборот
1. (полный круг при вращении) η περιστροφ/ή, η στροφή... - OB В минуту... - ές ανά λεπτό2. (спутника) η περιστροφή 3. (возврат в процесс) хим. η ανάκτηση, η ανακύκλωση 4. эк. о κύκλος εργασιών 5. (выражение) литер. η έκφρασητο ιδίωμα б.-ы мн. (скорость) οι στροφέςнабирать{}увеличивать{} - αυξάνω τις -сбавлять{}уменьшать{} - μειώνω τις-Русско-греческий словарь научных и технических терминов > оборот
-
10 обращение
1. (вращение вокруг своей оси) η περιστροφή 2. (циркуляция, напр. в системе) η κυκλοφορίαпускать в - что-л. βάζω κάτι σε -3. (адресование) η αναφορά, η παραπομπή(просьба речь) η έκκληση, η επίκληση4. (превращение) η μεταμόρφωση, η μεταβολή, η μετατροπή 5. (манипулирование) ο χειρισμός 6. грам. η προσφώνηση (σε κλητική πτώση).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обращение
-
11 поворот
1. (изменение направления) η στροφή 2. (изгиб) η κύρτωση, το κύρτωμα, η κάμψη 3 (вращение) η περιστροφή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > поворот
-
12 пробуксовка
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пробуксовка
-
13 проворачивание
тех. η στροφή, η περιστροφή-ть στρέφω, γυρίζωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > проворачивание
-
14 разворот
1. ав. η στροφ/ήдвойной восходящий - δύο συνεχόμενες - ες διαφορετικής διεύθυνσης με άνοδο και περιστροφήкрутой - κλειστή -, απότομη -(правильный вираж) οριζόντια - 360° με σταθερή ταχύτητα και κλίση2. (листа, обложки и т.п.) το άνοιγμαна - е στην εσωτερική πλευρά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разворот
-
15 ротор
1. тех. о δρομέας, το στροφείο, ο ρότορας (ξεν.)- распределителя (авто) το στροφείο διανομέα, το στροφείο διανομής2. (вихрь векторного поля) мат. η περιστροφή του διανυσματικού πεδίουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ротор
-
16 самовращение
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > самовращение
-
17 виток
витокм1. эл. ἡ σπείρα, μιά στροφή τής ἔλικος·2. (оборот) ἡ στροφή, ἡ περιστροφή, ὁ γύρος. -
18 вращение
вращениес ἡ περιστροφή. -
19 обращение
обращени||ес1. (превращение) ἡ με-ταμόρφωση [-ις], ἡ μεταβολή·2. (оборот, круговорот) ἡ κυκλοφορία:товарное \обращение ἡ ἐμπορευματική κυκλοφορία· денежное \обращение ἡ νομισματική κυκλοφορία· \обращение планет астр. ἡ περιστροφή τών πλανητών пускать в \обращение что-л. βάζω σέ κυκλοφορία, κυκλοφορώ· изъять из \обращениея ἀποσύρω ἀπό τήν κυκλοφορία·3. (обхождение с кем-либо) τό φέρσιμο, ἡ συμπεριφορά, ἡ μεταχείριση:дурное \обращение ἡ κακομεταχείριση, ἡ κακή συμπεριφορά· вежливое \обращение ἡ καλή συμπεριφορά, ἡ εὐγένεια·4. (умение пользоваться, применять) ὁ χειρισμός, ἡ χρήσις·5. (призыв) τό διάγγελμα:\обращение к избирателям τό διάγγελμα προς τους ἐκλογείς· \обращение к народу τό διάγγελμα προς τό λαό· опубликовать \обращение δημοσιεύω διάγγελμα·6. грам. ἡ προσφώνησις· ◊ \обращение в веру ὁ προσηλυτισμός· \обращение в рабство ἡ ὑποδούλωση, ὁ ἐξανδραποδισμός. -
20 поворот
поворотм1. (действие) ὁ γῦρος, ἡ στροφή, ἡ περιστροφή·2. (место поворота) ἡ στροφή, ἡ καμπή:на \повороте дороги στή στροφή τοῦ δρόμου·3. перен ἡ τροπή, ἡ ἀλλαγή, ἡ μεταλλαγή, ἡ μεταβολή:\поворот к лу́чшему (к ху́дшему) ἀλλαγή προς τό καλύτερο (προς τό χειρότερο)· дело приняло неожиданный \поворот ἡ ὑπόθεση πήρε ἀπροσδόκητη τροπή.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
περιστροφῇ — περιστροφή turning fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιστροφή — turning fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιστροφή — Επίπεδη π. γύρω από ένα κέντρο Ο, ονομάζουμε την κίνηση στο επίπεδο, στην οποία, αφήνοντας σταθερό το Ο (κέντρο της π.), σε κάθε σημείο Ρ αντιστοιχεί ένα άλλο P’, τέτοιο ώστε OP’ = OP. Σε ένα μονομομετρικό καρτεσιανό σύστημα συντεταγμένων, έστω x … Dictionary of Greek
περιστροφή — η 1. κυκλική κίνηση, στριφογύρισμα: Η περιστροφή των ουράνιων σωμάτων. 2. μτφ., υπεκφυγή, προσπάθεια να φύγει κανείς από το θέμα συζήτησης ή να πει αυτό που θέλει με ήπιο τρόπο: Χωρίς περιστροφές πες μας τι θέλεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαφορική περιστροφή — (Αστρον.). Η περιστροφή διαφορετικών τμημάτων ενός συστήματος με διαφορετικές ταχύτητες. Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται σε ένα σύστημα, όπως ένας αστέρας, που αποτελείται βασικά από αέρια. Σε ένα στερεό σώμα, όπως η Γη, όλα τα τμήματα… … Dictionary of Greek
περιστροφῆι — περιστροφῇ , περιστροφή turning fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιστροφαῖς — περιστροφή turning fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιστροφαί — περιστροφή turning fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιστροφῆς — περιστροφή turning fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιστροφήν — περιστροφή turning fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιστροφῶν — περιστροφή turning fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)